©

Κωνσταντίνος Χ. Μωϋσίδης
Κωνσταντίνος Χαραλάμπους Μωϋσίδης
Ο Κωνσταντίνος Χαρ. Μωϋσίδης ήταν γεννημένος το έτος 1905 στην πόλη Ορτού (αρχαία ονομασία Κοτύωρα) του Πόντου.
Όπως όλοι οι Έλληνες έτσι και αυτός γεύτηκε τις πίκρες, τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες της Μικρασιατικής Καταστροφής, καθώς επίσης της φοβερής και πρωτοφανούς υποχρέωσης ανταλλαγής των πληθυσμών.
Η σύμβαση της ανταλλαγής αυτής αποτέλεσε διεθνή πρωτοτυπία.
Μέχρι την ημέρα εκείνη υπήρχαν μόνο εθελοντικές ή αμοιβαίες μετακινήσεις πληθυσμών. Η συμφωνία περί της υποχρεωτικής ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών (30-1-1923), η οποία υπογράφηκε στη Λοζάνη, σφράγισε το τέλος της σύγχρονης Ελληνικής Τραγωδίας.
Έτσι σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα και υπογραφέντα οι ορθόδοξοι Έλληνες στην πλειονότητα τους κάτοικοι της κεντρικής Μ. Ασίας της Καππαδοκίας του Πόντου και γενικά οι οπουδήποτε εναπομείναντες Έλληνες ανέχωρησαν οργανωμένα κάτω από την εποπτεία της Διεθνούς Επιτροπής.
Όμως κάτι που δεν είναι γνωστό στον πολύ κόσμο, αλλά που αξίζει να το μνημονεύσουμε είναι κάτι πολύ σημαντικό που έγινε εκείνη την εποχή.
Στις περιοχές λοιπόν του Πόντου μας διηγείται ο Κώστας Μωϋσίδης « η έξοδος πήρε διαφορετική μορφή. Οι παραλιακές περιοχές εκκενώθηκαν σύμφωνα με τους όρους της ανταλλαγής. Στις ορεινές όμως περιοχές δημιουργήθηκε αντάρτικο κίνημα, ως απέλπιδα προσπάθεια αντίστασης στη μοίρα του ξεριζωμού. Αρκετές από τις Κοινότητες των Ποντίων με την καθοδήγηση των ενόπλων σωμάτων έφυγαν προς τον Καύκασο ελπίζοντας στην σύντομη επιστροφή τους.»
Δυστυχώς όμως για όλους μας ποτέ δεν έγινε αυτή η επιστροφή. Μέσα από αυτές τις δύσκολες συνθήκες ο Κώστας Μωϋσίδης έφθασε στην Ελλάδα. Ένα παιδί που είχε μεγαλώσει σε κάποιο ορφανοτροφείο, χωρίς συγγενείς και δικούς του ανθρώπους, κατορθώνει να επιβιώσει και να δημιουργήσει ένα ανθρώπινο χαρακτήρα, που πραγματικά ζήλευαν πολλοί.
Ο Κώστας Μωϋσίδης ήταν από τις ελάχιστες οικογένειες Ποντίων που βρήκαν την ηρεμία τους στο ήσυχο αραξοβόλι της Αναβύσσου.
Ήταν ένα άτομο ευγενικό και καλοσυνάτο, ήταν ήρεμος και πράος. Ακούραστος και συνεπής, ιδιαίτερα έντιμος, πρώτα με τον εαυτό του αλλά και μετά με τους άλλους. Δεν καταδεχόταν ποτέ και δεν έδινε ποτέ δικαίωμα να αμφιβάλλουν γι’ αυτόν. Καλός οικογενειάρχης και προσπαθούσε πάντα να μην λείψει τίποτα από τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Δουλευτής και ακούραστος αγωνιστής. Ήταν για πολλά χρόνια υπάλληλος της; Κοινότητας Αναβύσσου. Πάντοτε εξυπηρετικός. Οι πιτσιρικάδες την εποχή εκείνη τρέχαμε κοντά του για να ακούσουμε τι θα έλεγε ο μπάρμπα Κώστας για να μεταφέρουμε σε κάποιους που δεν είχαν ακούσει, τι διαλαλούσε ο μελωδικός στη φωνής Τελάλης μας. Ναι πράγματι, ήταν ο καλύτερος, σκέτο αηδόνι. Ευχάριστος και καλαμπουρτζής, γελούσε καλοκάγαθα ακούγοντας τις διηγήσεις των άλλων.
Τα παιδιά του καμάρωναν που είχαν πατέρα έναν άνθρωπο που έχαιρε της αγάπης και του σεβασμού του συνόλου των κατοίκων της Αναβύσσου. Αυτός πάλι με τη σειρά του έλεγε ότι «είμαι πολύ ικανοποιημένος από την αποκατάσταση των παιδιών μου και την τακτοποίηση των εγγονών μου»
«Το όνειρό μου τώρα είναι να πήγαινα στην πατρίδα μου τον Πόντο. Για μένα όνειρο ζωής είναι να ξαναδούμε ελεύθερη την Πόλη και την Μικρά Ασία.»
Αυτός ο απλοϊκός άνθρωπος, αυτός ο μικρός στο «δέμας» Πόντιος έκρυβε μέσα του το μεγαλείο του Ελληνοπόντιου αγωνιστή.
Τον θυμάμαι σαν να είναι σήμερα τον μπάρμπα Κώστα να στέκεται σε στάση προσοχής κοντά στο Άγαλμα των πεσόντων τις εθνικές γιορτές και να ψάλει και να τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο με τα παιδιά του σχολείου.
Θυμάμαι πολλές φορές να κουβεντιάζουμε, μου διηγούταν για εκείνη την δύσκολη και σκληρή περίοδο του ξεριζωμού.
«Κάθισε να σου πω εγώ τι τραβήξαμε εμείς όλοι οι πρόσφυγες ερχόμενοι στην Ελλάδα. Όχι σαν εσάς που καλοπερνάτε, λες και είσαστε μαχαραγιάδες»
«Θυμάμαι συνέχισε ο μπάρμπα Κώστας όταν πατήσαμε το πόδι μας στην ελεύθερη πατρίδα μας, νιώθαμε ξένοι και άγνωστοι ανάμεσα σε αγνώστους, μη έχοντας που την κεφαλή κλίνει. Θυμάμαι πόσο τραγικές μέρες ήταν εκείνες. Χιλιάδες πρόσφυγες από τον Πόντο και άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας, διωγμένοι από τα σπίτια τα σπίτια μας και τις όμορφες πατρίδες μας περιφερόμασταν εδώ και εκεί αναζητώντας μια γωνία, ένα καταφύγιο για να βάλουμε και να βολέψουμε τον εαυτό μας, την οικογένεια μας, αλλά και τους δικούς μας ανθρώπους».
Δόξα το Θεό όμως ο Παντοδύναμος μας προστάτεψε και βολευτήκαμε, όπως οι περισσότεροι Μικρασιάτες.
Αφιερώνεται στη μνήμη όλων των αδικοχαμένων που δεν κατόρθωσαν να πατήσουν τη γη της ελεύθερης Ελλάδας.
© Από τα ΑΝΑΒΥΣΣΙΩΤΙΚΑ ΠΟΡΤΑΙΤΑ του Μάκη Αγκούτογλου
